αλήμων

αλήμων
ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλήμων — wanderer masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλημόνων — ἀλήμων wanderer masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονα — ἀλήμων wanderer masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονας — ἀλήμων wanderer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονες — ἀλήμων wanderer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονι — ἀλήμων wanderer masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονος — ἀλήμων wanderer masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμοσι — ἀλήμων wanderer masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλημοσύνη — ἀλημοσύνη, η (Α) [ἀλήμων]περιφορά, περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”